- παλαισταί
- παλαιστήfem nom/voc plπαλαιστήςwrestlermasc nom/voc plπαλαστήpalm of the handfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμίας — ὁ, Α (με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] … Dictionary of Greek
Πρατίνας — (περ. 540 π.X. – περ. 470). Αρχαίος τραγικός ποιητής από τον Φλειούντα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση δημιουργός του σατυρικού δράματος (το οποίο όμως υπήρχε αφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σε έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των… … Dictionary of Greek